προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
ՍՏԷՊ — (ստիպոյ, ով կամ աւ.) NBH 2 0745 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. σπουδή studium, festinatio, properatio. Ճեպ. ճեպումն. շտապ, շտապումն. փոյթ. արտորանք. (լծ. լտ. ա՛րտօռ, որ է եռանդն.) *Ի ստիպոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)