πυκνότερον

πυκνότερον
πυκνός
close
adverbial comp
πυκνός
close
masc acc comp sg
πυκνός
close
neut nom/voc/acc comp sg
πυκνος
with pointed bottom
adverbial comp
πυκνος
with pointed bottom
masc acc comp sg
πυκνος
with pointed bottom
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏԷՊ — (ստիպոյ, ով կամ աւ.) NBH 2 0745 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. σπουδή studium, festinatio, properatio. Ճեպ. ճեպումն. շտապ, շտապումն. փոյթ. արտորանք. (լծ. լտ. ա՛րտօռ, որ է եռանդն.) *Ի ստիպոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”